αποτίναγμα
Смотреть что такое "αποτίναγμα" в других словарях:
ἀποτινάγματος — ἀποτίναγμα tow neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτινάγματος — ἀποτίναγμα tow neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)